Χρυσά τα κορίτσια. Παγκόσμιες πρωταθλήτριες στο πόλο. Πάνω από όλα όμως, πρωταθλήτριες της ζωής. Της πραγματικής, της ελληνικής, της σκληρής, αυτής που δεν έχει facilities, δεν έχει χρηματοδοτήσεις, δεν έχει χορηγούς και παροχές. Έχει ιδρώτα, παγωμένες πισίνες, ξημερώματα, σπασμένα χέρια, τρύπιες εγκαταστάσεις και πάνω απ’ όλα, μια οικογένεια πίσω από κάθε αθλήτρια, που ματώνει αθόρυβα για να στηρίξει το όνειρο. Εδώ δεν μιλάμε για αθλητισμό υψηλού επιπέδου, αλλά για ερασιτεχνικό ηρωισμό.
Κι όμως, κάποιοι βγήκαν και πάλι να δηλώσουν υπερήφανοι Έλληνες. Όχι, εγώ δεν είμαι. Δεν μπορώ να είμαι. Δεν μπορώ να αισθανθώ υπερηφάνεια για μια χώρα που πετάει στα σκουπίδια τα παιδιά της και μόνο όταν σηκώσουν κάποιο βάθρο θυμάται να τους κολλήσει τη σημαία στον ώμο για τη φωτογραφία. Δεν μπορώ να πανηγυρίσω μαζί με την ίδια πολιτεία που τις άφησε να προπονούνται μέσα στο κρύο, σε εγκαταστάσεις χωρίς θέρμανση, σε συνθήκες που δε θα ευχόσουν ούτε στον χειρότερο αντίπαλο. Ούτε μπορώ να συγκινηθώ από τις δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών που δεν χάνουν ευκαιρία να καμαρώνουν σα γύφτικο σκεπάρνι πάνω στον ιδρώτα άλλων.
Και είναι οι ίδιοι που όταν πρόκειται να στηρίξουν πραγματικά τον αθλητισμό, βουλιάζουν στη σιωπή. Οι ίδιοι που διαφημίζουν τη νέα Ελλάδα της καινοτομίας και της αριστείας,αλλά δεν μπορούν να διασφαλίσουν αξιοπρεπή προπονητικά κέντρα για παιδιά που παλεύουν στον υγρό στίβο, μακριά από τα φώτα, χωρίς likes, χωρίς συμβόλαια, χωρίς τίποτα. Μόνο με την ψυχή τους.
Αυτά τα κορίτσια δεν είναι προϊόν εθνικής στρατηγικής για τον αθλητισμό. Είναι αποτέλεσμα ατομικής τρέλας, οικογενειακής θυσίας και πείσματος που μεγαλώνει όταν όλα γύρω σε σπρώχνουν να τα παρατήσεις. Και όσο αυτά συμβαίνουν στις πισίνες, στην απέναντι όχθη το κράτος καταρρέει σε κάθε επίπεδο. Οι τιμές στα ράφια είναι ανέκδοτο, οι λογαριασμοί καίνε, τα ενοίκια ξεπερνούν μισθούς και οι άνθρωποι ζουν με το άγχος της επόμενης δόσης, της επόμενης ανατίμησης, της επόμενης κοροϊδίας.
Κι αν δεν ταυτίζεσαι με αυτά, υπάρχουν και τα Τέμπη. Εκεί όπου θρηνούμε ακόμη, χωρίς ούτε μία παραίτηση, χωρίς καμία δικαίωση, χωρίς αίσθηση ντροπής. Υπάρχουν τα σκάνδαλα, οι υποκλοπές, τα… δικά μας παιδιά που απορροφούν κρατικά κονδύλια με ρυθμό πολυβόλου, την ώρα που οι πρωταθλήτριες προπονούνται με ψίχουλα. Υπάρχει μια κυβέρνηση που ξέρει να χειροκροτεί επιτυχίες, αλλά όχι να τις χτίζει. Ξέρει να ποστάρει φωτογραφίες με μετάλλια, αλλά όχι να στείλει εγκαίρως θέρμανση στις πισίνες. Ξέρει να συγχαίρει, αλλά όχι να στηρίζει.
Όχι, δεν είμαι υπερήφανος Έλληνας για αυτήν τη χώρα. Δεν μπορώ να νιώσω εθνική ανάταση για ένα κράτος που εγκαταλείπει τους πολίτες του στην τύχη τους. Είμαι υπερήφανος για αυτές τις αθλήτριες. Για τις οικογένειές τους. Για τους προπονητές που δεν τα παράτησαν. Για τον σιωπηλό αγώνα που έδωσαν όλοι μαζί απέναντι σε ένα σύστημα που τους ήθελε κομπάρσους.
Κι αν η σημαία κυμάτισε στον ιστό με τον εθνικό ύμνο να παίζει σε όλο τον πλανήτη, δεν το χρωστάμε στο κράτος. Το χρωστάμε σε αυτές που πάλεψαν μόνες τους για τον εαυτό τους, για την ομάδα τους, για κάτι που, όσο κι αν η Ελλάδα τους φέρθηκε ανάποδα, τις έκανε να σηκώσουν το κεφάλι και να πουν «εμείς θα φτάσουμε ως το τέλος».
Και το έκαναν.