Αρχική Κοινωνικα Δημοσιογραφία είναι το ρίσκο ελεγχου κάθε εξουσιας

Δημοσιογραφία είναι το ρίσκο ελεγχου κάθε εξουσιας

2122

 

Κοιτάξτε γύρω μας στην Ελλάδα την δημοσιογραφία και το είδος της.

Προβάλλονται εκείνοι οι δημοσιογράφοι που είναι σαν τις βδέλλες κοντά σε πολιτικούς και σε Κόμματα.Υστερα γίνονται και ένα μαζί τους.Δημοσιογράφοι γίνονται πολιτικοί με μια διαδικασία που εξηγεί την προηγούμενη “δημοσιογραφία” που έκαναν.Βαφτίζονται δημοσιογράφοι όσοι γράφουν τις απόψεις τους για την …πιθανότητα ύπαρξης αστεροειδών και την πιθανότητα παραγωγής γάλακτος απο ακρίδες.

Σε μια χώρα με σχεδόν απόλυτη διαφθορά ,όπως η δική μας ελάχιστοι δημοσιογράφοι ασχολούνται με έρευνες για σκάνδαλα σε βάρος δημοσίου χρήματος,δημόσιας περιουσίας,για παράνομο πλουτισμό μιζαδόρων,πολιτικών,δημοσιογράφων,επιχειρηματιών κλπ

Τι είναι δημοσιογραφία;

Είχαμε πάει στην περίφημη εφημερίδα “Γκάρντιαν” στο Λονδίνο και πήραμε συνέντευξη απο τον δημοσιογράφο Λουκ Χάρντινγκ,ο οποίος είχε πάρει το βραβείο Πουλιτζερ για την έρευνα που έκανε σχετικά με τις αποκαλύψεις του πράκτορα της ΣΙΑ Σνόουντεν περι παρακολουθήσεων κλπ.

Δημοσιεύσαμε την συνέντευξη στην “Ελευθεροτυπία” στις 21 Αυγούστου 2014.

Με αφορμή την σύλληψη του δημιουργού των “Γουίκιλικς” Τζούλιαν Ασσανζ στη Βρετανία και την διακινδίνευση ελευθεριών ,όπως αυτή καταφαίνεται απο τις αποκαλύψεις,αλλά και ζωών,λόγω των αποκαλύψεων ο διάσημος δημοσιογράφος Ρόμπερτ Φίσκ απαντά με συγκεκριμένες αναφορές στο τι είναι δημοσιογραφία και στο περιεχόμενο ελέγχου κάθε εξουσίας που πρέπει να έχει η δημοσιογραφία.

Ιδού το άρθρο του,όπως αναδημοσιεύθηκε και στην Ελλάδα από μια ηλεκτρονική εφημερίδα που τολμά σε τέτοια θέματα,όπως άλλες 2-3 ακόμα.Την ΖΟΥΓΚΛΑ:

ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΙΝΑΙ Ο ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΘΕ ΕΞΟΥΣΙΑΣ

Αν οι δημοσιογράφοι θέλουν να κάνουν καλά τη δουλειά τους, τότε  θα πρέπει να αποκαλύψουν  όλα όσα οδήγησαν στην αβυσσαλέα  κρατική επίθεση  εναντίον των Assange, Manning και Snowden

Του Ρόμπερτ Φίσκ

 

«Νιώθω λίγο κουρασμένος από τον νόμο περί κατασκοπείας των ΗΠΑ. Για τον ίδιο λόγο, είμαι πολύ κουρασμένος από το έπος Julian Assange και της Chelsea Manning επειδή διαρκεί μεγάλο χρονικό διάστημα.

Ουδείς θέλει να μιλήσει για τις προσωπικότητές τους, διότι σε ουδένα  φαίνεται να  αρέσουν  – ακόμη και σε εκείνους που έχουν επωφεληθεί δημοσιογραφικά από τις αποκαλύψεις τους.

Από την αρχή, ανησυχούσα για την επίδραση του Wikileaks, όχι για τις βάρβαρες δυτικές κυβερνήσεις των οποίων τις δραστηριότητες αποκάλυψε με συγκλονιστικές λεπτομέρειες (ειδικά στη Μέση Ανατολή), αλλά από την άσκηση της δημοσιογραφίας.

Όταν σε μας τους γραφιάδες έφτασαν οι αποκαλύψεις του Wikileaks, τις αρπάξαμε καθώς έριχναν τα τείχη των αυστηρά προστατευμένων , δια του απορρήτου, πληροφοριών. Δεν αναλογιστήκαμε πως η πραγματική δημοσιογραφική έρευνα αφορούσε στην επιμελή αναζήτηση της αλήθειας μέσω των δικών μας πηγών, αντί να προσφέρουμε στο πιάτο μυστικά στους αναγνώστες, τα οποία ο Assange και άλλοι -κι όχι εμείς – είχαν επιλέξει να δημοσιοποιήσουν.

Γιατί έγινε αυτό άραγε; Θυμάμαι πως αναρωτιόμουν πριν από περίπου 10 χρόνια, ότι μπορούσαμε να διαβάζουμε τις αδιακρισίες τόσων πολλών Αράβων ή Αμερικανών, αλλά τόσο λίγων Ισραηλινών; Ποιος όμως ανακάτευε “τη σούπα” που κληθήκαμε να καταναλώσουμε; (δημοσιογραφικά εννοείται).

Αλλά οι τελευταίες μέρες με έχουν πείσει ότι υπάρχει κάτι πολύ πιο προφανές για τη φυλάκιση του Assange και την εκ νέου φυλάκιση η  Manning. Και δεν έχει κάποια σχέση με προδοσία ή οποιαδήποτε υποτιθέμενη καταστροφική βλάβη στην ασφάλειά μας.

Στην Washington Post αυτήν την εβδομάδα είχαμε τον Marc Τάισεν, πρώην συνεργάτη του Λευκού Οίκου, ο οποίος υπερασπίστηκε τα βασανιστήρια της CIA ως “νόμιμα και ηθικά δίκαια”, λέγοντάς μας ότι ο Assange “δεν είναι δημοσιογράφος. Είναι κατάσκοπος. Μπλέχθηκε με την κατασκοπεία εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών. Και ουδεμία τύψη έχει για τη ζημιά που έχει προκαλέσει”.

Ξεχάστε λοιπόν ότι η παραφροσύνη του Tραμπ έχει ήδη μετατρέψει τα βασανιστήρια και τις μυστικές σχέσεις με τους εχθρούς της Αμερικής σε παρελθόν.

Όχι, δεν νομίζω ότι αυτό έχει κάποια σχέση με τη επίκληση του νόμου περί κατασκοπείας – όσο σοβαρές είναι οι συνέπειές του για τους παραδοσιακούς δημοσιογράφους – ή “αξιόπιστες οργανώσεις ειδήσεων”, όπως μας λέει ο Thiessen.

Ούτε έχει να κάνει με τους κινδύνους που αυτές οι αποκαλύψεις προκαλούν  στους τοπικά μισθωμένους παράγοντες της Αμερικής στη Μέση Ανατολή.

Θυμάμαι πολύ καλά πόσο συχνά οι Iρακινοί διερμηνείς για τις αμερικανικές δυνάμεις μας έλεγαν πώς είχαν παρακαλέσει για βίζα για τον εαυτό τους και τις οικογένειές τους, όταν απειλούνταν στο Ιράκ – και πώς στους περισσότερους είχαν πει να “πάνε να χαθούν”. Κι εμείς οι Βρετανοί, αντιμετωπίσαμε πολλούς ιρακινούς μεταφραστές μας με παρόμοια αδιαφορία.

Ας ξεχάσουμε – για μια στιγμή – τη σφαγή αμάχων, τη θανατηφόρα σκληρότητα των Αμερικανών μισθοφόρων (μερικοί που εμπλέκονται στην εμπορία παιδιών), τη δολοφονία του προσωπικού του Reuters από τις αμερικανικές δυνάμεις στη Βαγδάτη, την στρατιά των αθώων που οδηγήθηκε στο Γκουαντάναμο, τα βασανιστήρια, τα επίσημα ψέματα της πρεσβείας για τον αριθμό των θυμάτων, την αμερικανική εκπαίδευση των βασανιστών από την Αίγυπτο  και όλα τα άλλα εγκλήματα που αποκαλύφθηκαν από τους Assange και της Manning.

Ας υποθέσουμε ότι αυτά που αποκάλυψαν ήταν καλά και όχι άσχημα, ότι τα διπλωματικά και στρατιωτικά έγγραφα έδωσαν λαμπρό παράδειγμα της μεγάλης και ηθικής χώρας και απέδειξαν τα πολύ ευγενή και λαμπερά ιδανικά που η γη της ελευθερίας ανέκαθεν επικαλείται.

Ας υποθέσουμε ότι οι αμερικανικές δυνάμεις στο Ιράκ έδωσαν επανειλημμένα τη ζωή τους για να προστατεύσουν τους αμάχους, κατήγγειλαν τα βασανιστήρια των συμμάχων τους, αντιμετώπισαν τους κρατούμενους του Abu Ghraib (πολλοί από αυτούς είναι εντελώς αθώοι) όχι με σεξουαλική σκληρότητα αλλά με σεβασμό και καλοσύνη. Ότι διέλυσαν τους μισθοφόρους και τους έστειλαν αλυσοδεμένους πίσω στις φυλακές στις ΗΠΑ. Ότι ανέλαβαν την ευθύνη, έστω και απολογητικά, για τα νεκροταφεία ανδρών, γυναικών και παιδιών που έστειλαν σε πρώιμο τάφο με τον πόλεμο του Ιράκ.

Ακόμα καλύτερα, ας σκεφτούμε για λίγο πώς θα μπορούσαμε να αντιδράσουμε στην αποκάλυψη ότι οι Αμερικανοί δεν είχαν σκοτώσει αυτές τις δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους, δεν είχαν βασανίσει ούτε ψυχή, ότι οι φυλακισμένοι του Γκουαντάναμο – όλοι τους – ήταν αποδεδειγμένα σαδιστές, δειλοί, ξενοφοβικοί, ρατσιστές μαζικοί δολοφόνοι και τα αποδεικτικά στοιχεία των εγκλημάτων τους κατά της ανθρωπότητας αποδεικνύονται ενώπιον των πιο δίκαιων δικαστηρίων στη γη.

Ας φανταστούμε ακόμη για μια στιγμή ότι το αμερικανικό πλήρωμα ελικόπτερου, το οποίο σκότωσε 12 πολίτες σε δρόμο της Βαγδάτης, δεν  “σπατάλησε τα πυρομαχικά του”. Ας φανταστούμε ότι η φωνή στον ασύρματο του ελικοπτέρου φώναξε: “Περιμένετε, νομίζω ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι πολίτες – και ότι το όπλο μπορεί να είναι απλώς μια τηλεοπτική κάμερα. Μην πυροβολείτε!”.

Όπως όλοι γνωρίζουμε, όμως αυτό είναι υπεκφυγή. Επειδή αυτές οι εκατοντάδες χιλιάδες έγγραφα αντιπροσώπευαν την ντροπή της Αμερικής, των πολιτικών της, των στρατιωτών της, των βασανιστών της και των διπλωματών της.

Υπήρχε ακόμη και ένα στοιχείο φάρσας, το οποίο, υποψιάζομαι, εξόργισε τους «παρατηρητές»  αυτού του κόσμου περισσότερο από τις πιο τρομερές αποκαλύψεις.

Θα θυμάμαι πάντα το ξέσπασμα που εξέφρασε η Χίλαρι Κλίντον όταν αποκαλύφθηκε ότι είχε στείλει τα καμάρια της για να κατασκοπεύσουν τα Ηνωμένα Έθνη. Τους δούλους της στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ  που έπρεπε να μελετήσουν τις λεπτομέρειες κρυπτογράφησης των αντιπροσώπων, τις συναλλαγές με πιστωτικές κάρτες, ακόμα και τα εισιτήρια συχνών πτήσεων.

Αλλά ποιος σε αυτή τη γη θα ήθελε να σπαταλήσει το χρόνο του  μελετώντας το φασαρία που προέρχεται από το απελπιστικά ανίκανο προσωπικό του ΟΗΕ; Ή, ποιος στην CIA σπατάλησε το χρόνο του να ακούει τις ιδιωτικές τηλεφωνικές συνομιλίες της Angela Merkel με τον Ban Ki Moon;

(…) Ή την εντολή προς τις αμερικανικές δυνάμεις – αυτή την ιστορία από την Chelsea Manning – να μην διερευνήσει αν οι ιρακινοί στρατιωτικοί τους σύμμαχοι χτυπούσαν τους κρατούμενους με βαριά καλώδια, τους κρεμούσαν από άγκιστρα οροφής, έκαναν τρύπες στα πόδια τους με ηλεκτρικά τρυπάνια και πραγματοποιούσαν σεξουαλικές επιθέσεις.

Στην απόρρητη εκτίμηση των ΗΠΑ από τους 109.000 θανάτους στο Ιράκ και το Αφγανιστάν (ήδη υποτιμημένη), 66.081 χαρακτηρίστηκαν επίσημα ότι αφορούσαν σε μη μαχητές.

Αυτό με κάνει να αναρωτιέμαι ποια θα ήταν η αμερικανική αντίδραση στη δολοφονία 66.000 αμερικανών πολιτών – 20 φορές περισσότεροι από τους νεκρούς της 11ης Σεπτεμβρίου;

Τίποτα από όλα αυτά, βέβαια, δεν έπρεπε να γνωρίζουμε. Και μπορείτε να δείτε γιατί όχι. Το χειρότερο από αυτό το υλικό ήταν ένα μυστικό όχι γιατί έπεσε τυχαία σε κάποιο αρχείο στρατιωτικής διοίκησης και  χαρακτηρίστηκε “εμπιστευτικό” ή “μόνο για τα μάτια σας”, αλλά επειδή αντιπροσωπεύει την κάλυψη κρατικού εγκλήματος σε τεράστια κλίμακα.

Οι υπεύθυνοι γι ‘αυτές τις θηριωδίες πρέπει τώρα να δικαστούν, από όπου και αν κρύβονται και να φυλακισθούν για τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας.

Αλλά όχι, να τιμωρήσουμε εκείνους που τα αποκάλυψαν – όσο αξιολύπητα μπορούμε να θεωρήσουμε τα κίνητρά τους.

Σίγουρα, εμείς οι δημοσιογράφοι, από “αξιόλογους οργανισμούς ειδήσεων”, μπορεί να ανησυχούμε για τις συνέπειες όλων αυτών για το επάγγελμά μας. Αλλά θα πολύ καλύτερα να ψάχνουμε εκείνες τις αλήθειες, που είναι εξίσου τρομακτικές για την εξουσία.

Γιατί να περιμένουμε άλλα 10 χρόνια για τον επόμενο Assange να μας οδηγήσει σε  άλλο φορτίο με κρατικά μυστικά;

Αλλά έχει ανάψει το συνηθισμένο κόκκινο προειδοποιητικό φως: Εκείνο που ανακαλύπτουμε μέσω της παλιάς συμβατικής δημοσιογραφίας δια της  πεπατημένης , δηλαδή  μέσω αποκαλύψεων από εμπιστευτικές επαφές – εάν κάνουμε σωστά τη δουλειά μας βέβαια – έχει  την ίδια άσχημη κατάληξη όπως αυτή που  μας οδηγεί στη έκφραση «αηδίας και  μίσους» εναντίον του Assange και της Manning και του Edward Snowden.

Δεν πρόκειται να κατηγορηθούμε καθώς η δίωξη των τριών αυτών ανθρώπων οδηγεί σε  ένα επικίνδυνο νομικό προηγούμενο διότι θα καταλήξει  αναπόφευκτα ότι οι κυβερνήσεις μας και οι συμμαχίες μας διαπράττουν εγκλήματα πολέμου. Και εκείνοι που είναι υπεύθυνοι για αυτές τις ανομίες και τα εγκλήματα, για να γλυτώσουν,  θα προσπαθήσουν να μας κάνουν να πληρώσουμε με  την αδιαφορία για την καθημερινή  ζωή μας  που θα την εξαντλήσουμε πίσω  από κάποια μπαρ.

Η ντροπή και ο φόβος της λογοδοσίας για τα όσα έχουν γίνει από τις αρχές “ασφαλείας” μας και  όχι η παραβίαση του νόμου μέσω διαρροών, είναι αυτό έχουμε να αντιμετωπίσουμε».

Το άρθρο δημοσιεύθηκε αρχικά στην “The Independent